Κριτική τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας ἀπό τούς Ἕλληνες σοφούς

2014-08-27 22:50

     Αὐτά βλέποντας οἱ μεγάλοι σοφοί της ἀρχαιότητας ἀπέρριψαν ἐπιδεικτικά τήν ἀρχαιοελληνική θρησκεία, τήν ὁποία χαρακτήρισαν ἀπαράδεκτη, παράλογη καί ἐν πολλοῖς ἐπικίνδυνη γιά τήν ἀνθρώπινη κοινωνία!

     Ὅλα σχεδόν τά μεγάλα πνεύματα τῆς ἀρχαιότητας ἄσκησαν κριτική καί ἀρνήθηκαν τήν ἀρχαιοελληνική εἰδωλολατρία. «Κατά τούς ἐξ π.Χ. αἰώνας προσεπάθησαν νά ὑπερβοῦν τήν πολυθεΐαν, νά διαμορφώσουν μίαν ὑψηλοτέραν ἰδέαν περί πνευματικοῦ Θεοῦ, νά καθάρουν τήν ἔννοιαν τοῦ θείου ἀπό ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶχαν ἐπισωρεύσει ἡ μυθολογία, ἡ δεισιδαιμονία καί ἡ πρωτόγονος μαγική σκέψις τῶν μαζῶν» (Κ. Σπετσιέρη, «Εἰκόνες Ἑλλήνων Φιλοσόφων», Ἀθήνα 1964, σέλ. 75).

     «Οἱ μεγάλοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἀντιτάχθησαν στήν εἰδωλολατρική πολυθεΐα καί ἠγωνίσθησαν, ὥστε νά καθαρθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ θείου ἀπό τό μή θεοπρεπές στοιχεῖον» (Ν. Βασιλειάδη «Ὁ ἀνθρωπισμός τοῦ Χριστιανισμοῦ» Ἀθῆναι 1986, σέλ. 48).

     Πρῶτος ὁ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) τόλμησε νά ἀρνηθεῖ τήν κρατοῦσα εἰδωλολατρική θρησκεία τῆς ἐποχῆς του καί νά διακηρύξει ἐπίσημα: «Εἰς Θεός, ἐν τέ θεοίσι καί ἀνθρώποισι μέγιστος οὔτε δέμας θνητοίσι ὅμοιος οὐδέ νόημα». Ὅμως «πάντα θεοίσ' ἀνέθηκαν Ὅμηρος θ' Ἡσίοδος τέ... ὄσσα παρ' ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καί ψόγος ἐστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τέ καί ἀλλήλους ἀπατεύειν» (Ξενοφ. Ἄπ.,11)!

     Τούς θεούς θεωροῦσε ἐξ ὁλοκλήρου ἀποκυήματα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας, ἀνάρμοστα γιά τή θεία φύση. Ὑποστήριζε μάλιστα πώς ὅσοι πιστεύουν ὅτι οἱ θεοί γεννήθηκαν, ἀσεβοῦν τό ἴδιοι μέ ὅσους λένε πώς οἱ θεοί πεθαίνουν!

     Ὁ Ἠράκλειτος (540-480 π.Χ.) ἐπιζητοῦσε «ἐξαγνισμόν ἀπό τά εἴδωλα» καί πνευματική λατρεία τοῦ θείου (Ἀποστ. 5, Diels). Συνέλαβε τήν ἔννοια τοῦ ἑνός Θεοῦ ὑποστηρίζοντας πώς «Ἕν πάντα... ἐκ πάντων ἕν καί ἐξ ἑνός πάντα...ταυτό τέ ζῶν καί τεθνηκός καί ἐγρήγορος καί καθεῦδον καί νέον καί γηραιόν... ἀγαθόν καί κακόν -ἐν καί ταυτόν-» (Β΄ 50, 10, 88, 58).

     Καθιέρωσε τήν πνευματική ἔννοια τοῦ Λόγου ὡς τήν ὑπέρτατη αἰτία τῶν πάντων καί ὡς τόν πάνσοφο νοῦ πού συγκροτεῖ τόν κόσμο καί προνοεῖ γι' αὐτόν (Ἅ 16). Ὑποστήριζε πώς ὁ Ὅμηρος καί ὁ Ἡσίοδος, ἀποδίδοντας στούς θεούς κακίες καί ἀνηθικότητες εἶχαν ὀλέθρια ἐπίδραση στά ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη στηλίτευσε τόν ἀνόητο ἀνθρωπομορφισμό, τόνισε τήν ἀπόλυτη διαφορά ἀνθρώπου καί Θεοῦ (Ἀποσπ. 88) καί ἀπειλοῦσε ὅσους ἔκαναν ἀνίερες τελετές (Βακχισμός, ἱερά ὄργια, ἱερή πορνεία κ.λπ.).

     Ὁ Ἀναξίμανδρος (610-564 π.Χ.) ἀποφάνθηκε πώς τό θεῖον εἶναι «ἀθάνατον καί ἀνόλεθρον», «περιέχει δέ ἅπαντα καί πάντα κυβερνᾶ» (Ἀριστ., Μεταφ. 203Β).

     Ὁ Ἐμπεδοκλής (493-433 π.Χ.) καταδίκασε ἔντονα τόν ἀνθρωπομορφισμό τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας καί ὅρισε ὅτι τό θεῖον εἶναι πνεῦμα (Β΄ 134)

     Ὁ Παρμενίδης (5ος αἰώνας π.Χ.) ἀρνήθηκε μετά βδελυγμίας τίς ἀπαράδεκτες ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του γιά τό θεῖο καί ἀποφάνθηκε πώς αὐτό εἶναι πέρα ἀπό κάθε φυσικό φαινόμενο καί ἀνθρώπινη σύλληψη. Τό θεῖον εἶναι «ἀτεμές» καί «ἀκίνητον» (Β΄ 23, 24, 26)

     Ὁ Ἀναξαγόρας (490-427 π.Χ.) ἀπεφάνθη ὅτι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί τά ἀστέρια, δέν εἶναι θεοί, ὅπως πρέσβευε ἡ εἰδωλολατρική θρησκεία καί ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε λατρεία γι' αὐτά, ἀλλά πύρινες μάζες. Τό ἴδιο εἶχαν ὑποστηρίξει καί ὁ Ἀναξίμανδρος, ὁ Ἀναξιμένης, ὁ Θαλής, ὁ Λεύκιππος, ὁ Δημοκριτος.

     Ὁ Μητρόδωρος (5ος αἰών π.Χ.), μαθητής τοῦ Ἀναξαγόρα, διακήρυξε πώς «οἱ θεοί δέν εἶναι ἐκεῖνο πού νόμιζαν ὅσοι τούς ἔχτιζαν ναούς καί τούς προσκυνοῦσαν» (P. Decharme, «Ἑλληνική Μυθολογία» τόμ. Ά', σέλ. 286).

     Ὁ Πρωταγόρας (480-411 π.Χ.) θεμελίωσε τήν ἔννοια τῆς ἀπόλυτης ὑπερβατικότητας τοῦ θείου καί σατίρισε τήν παιδαριώδη θρησκευτικότητα τῆς ἐποχῆς του, γι' αὐτό οἱ φανατικοί εἰδωλολάτρες ἀποφάσισαν νά τόν σκοτώσουν (Θ.Η.Ε., τόμ. 10,692).

     Ὁ Ἡρόδοτος (480-421 π.Χ.) δέν δίστασε νά ἀσκήσει κριτική στό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν γιά ψεύτικους χρησμούς καί στηλίτευσε τήν ἀπαράδεκτη ἱερή πορνεία (Ἰστ. Ι. 199). Ὁ Ἀριστόδημος καί ὁ Δημοσθένης περιγελοῦσαν ἐπίσης τίς ἀνόητες μαντεῖες τοῦ δελφικοῦ μαντείου (P. Dech., ο.π.). Ἐπίσης ὁ Ἐπιχαρμος (530-440 π.Χ.) λοιδοροῦσε τήν ἀρχαία εἰδωλολατρία, διότι αὐτή θεωροῦσε «τούς θεούς εἶναι ἀνέμους, ὕδωρ, γῆν, ἥλιον, πῦρ, ἀστέρες» (Στόβ. Ἄνθ. 91,92).

     Ὁ Πίνδαρος (522-446π.Χ.) στά περίφημα ποιήματά του ἀπογύμνωσε τούς θεούς ἀπό τίς μυθολογικές γελοιότητες πού προσβάλουν τό θεῖο, (Πίνδ. Ὀλυμ. Θ΄35) καί (P. Dech., ο.π., σέλ. 7) καί δέν ἔκρυβε τίς μονοθεΐζουσες ἰδέες τοῦ (Θ.Η.Ε., τόμ. 10, 393).

     Ὁ Προδικός (5ος αἰών π.Χ.) ὑποστήριξε μέ πάθος πώς οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀρχαιότητας, λόγω πλάνης, θεωροῦσαν ὡς θεούς ὅ,τι ἦταν χρήσιμο γιά τή ζωή τους, ὅπως ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ποτάμια οἱ πηγές, τά ζῶα, κ.λπ. (Ξενοφ. Ἀπομν. 11,3)

     Ὁ Ἀντισθένης (414-365 π.Χ.) διακήρυξε πώς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ἀπόλυτα ὑπερβατικός γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ. Ἀποκήρυξε τήν θρησκεία τῆς ἐποχῆς τοῦ γιατί οἱ θεοί τῆς ἦταν θεοποιηθέντες ἄνθρωποι! (Cicero de Nat. Deor. I,II, 13).

     Ὁ Θεοφραστος (372-287 π.Χ.) ζήτησε νά πάψουν οἱ ἀνόητες ζωοθυσίες, ἀφενός μέν ἀπό σεβασμό πρός τά ζῶα καί ἀφετέρου, ἐπειδή ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τέτοιες ταπεινές πράξεις (Θ.Η.Ε., τόμ. 6,415).

     Ὁ Εὐριπίδης (480-406 π.Χ.) χαρακτήρισε τίς γελοῖες γιά τούς θεούς διηγήσεις τῶν ποιητῶν «ἀοιδῶν δυστήνους λόγους» (Εὔρ., Ἠρακλ. Μαίν. 1346) καί ὑποστήριξε πώς «εἰ οἱ θεοί εἰσί κακοί οὐκ εἰσί θεοί» (Εὔρ., Βαλλεροφ. 23) μέ ἀποτέλεσμα νά γίνει στόχος τοῦ φανατικοῦ εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου καί νά καταφύγει στή Μακεδονία!

     Ὁ Σωκράτης (469-399 π.Χ.) ὑπῆρξε σαφῶς μονοθεϊστής. Κατά κανόνα ὁμιλοῦσε γιά Θεό καί σπανιότατα ὁμιλοῦσε γιά θεούς. Στούς μαθητές τοῦ δίδασκε διαφορετική θρησκευτική πίστη, γι' αὐτό καταδικάστηκε σέ θάνατο ὡς «ἕτερα καινά δαιμόνια εἰσφέρων».

     Ὁ Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τόν Ὅμηρο ἀπό τήν «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ὅτι οἱ ἀνήθικοι μύθοι γιά τούς θεούς ἀποτελοῦν ἐπιζήμια πρότυπα γιά τούς νέους. Τόνισε ἐμφατικά ὅτι ὁ Ὅμηρος καί ὁ Ἡσίοδος ἔπλασαν ψευδεῖς καί ἀνάξιους μύθους γιά τούς θεούς (Πολιτ. 368Α-383C).

     Ἀρνήθηκε οὐσιαστικά τήν πατρώα εἰδωλολατρική θρησκεία καί προσηλώθηκε στήν δική του ἰδεατή θεότητα, τό «Ὄντως Ὄν». Χαρακτηριστικά εἶναι τά ἑξῆς ἀποφθέγματα τοῦ μεγάλου φιλοσόφου, τά ὁποία προδίδουν τίς μονοθεϊστικές ἀντιλήψεις του: «Ὁ δή Θεός ἠμίν πάντων χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα» (Νόμ. IV 716e), «Ὁμοιοῦσθαι Θεῶ» (Πόλ. 613Β), «Ὁ Θεός ἔχει ταῖς χερσίν αὐτοῦ τήν ἀρχήν, τό μέσον καί τό πέρας πάντων τῶν ὅ-ντῶν» (Νόμ. Δ' 713e).

     Ὁ Ἀριστοτέλης (384-322 π.Χ.) ὅρισε τό θεῖον ὡς «τό πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον», ὡς «Νόησιν Νοήσεως» καί ὡς «Ζῶον ἀΐδιον ἄριστον» (Μεταφ. 1072, Β' 29) ὁρίζοντας ἔτσι τήν πίστη του σέ μία ὑπερβατική ἀρχή. Ὑπεράσπισε τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας ὡς ἑξῆς: «οὐκ πολυκοιρανίη εἰς κοίρανος» (Μεταφ. 1076Α). Ἀρνήθηκε κατηγορηματικά τίς ἀνόητες περί θεῶν πίστεις τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας καί γι' αὐτό κατηγορήθηκε γιά ἀθεϊσμό!

     Οἱ Στωικοί, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τοῦ Ζήνωνα καθιέρωσαν τήν πίστη στόν ἕνα Θεό καί ἑρμήνευσαν τούς μύθους τοῦ Ὁμήρου ἀλληγορικά (P. Nilsson, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Θρησκείας, Ἀθῆναι 1977, σέλ 304).

     Ἀρνητές τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ὑπῆρξαν ἀκόμα ὁ Καρνεάδης, ὁ Θεόδωρος ὁ Κυρηναῖος, ὁ Λεύκιππος, ὁ Δημοκριτος, ὁ Ἐπίκουρος καί ὅλοι οἱ σοφιστές, οἱ κυνικοί καί οἱ στωικοί φιλόσοφοι.

     Τό τελειωτικό κτύπημα στήν ἀρχαία θρησκεία, τό ἔδωσε ὁ Εὐήμερος ὁ Μεσσήνιος (317-297 π.Χ.) ὁ ὁποῖος διατύπωσε τή θεωρία ἡ ὁποία ἔγινε τελικά εὐρέως ἀποδεκτή, πώς οἱ θεοί τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας ἦταν κάποιοι ἐπιφανεῖς ἄνθρωποι τῆς πολιᾶς ἀρχαιότητας,τούς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι λόγω ἀμάθειας θεοποίησαν!

     Ἔχοντας ὅλα αὐτά ὑπ' ὄψιν τοῦ ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας († 165 μ.Χ.) ἔγραφε πώς «Οἱ μετά λόγου βιώσαντες χριστιανοί εἰσί, κάν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἶον ἐν Ἔλλησι μέν Σωκράτης καί Ἠράκλειτος καί οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς» (Ἰουστ. Ἅ΄ Ἀπολ. ἅ΄ 46,3, ΒΕΠΕΣ 3,186) καί «Οὔχ ἀλλότριά ἐστι τά τοῦ Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, ὅσα οὔν παρά πάσι καλῶς εἴρηται ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστί» (Ἰουστ. Β' Ἀπολ. 13,2-4, ΒΕΠΕΣ 3,207)!

     Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς ἐπίσης μίλησε περί «εἰδικῆς ἀποκαλύψεως» ἀπό τό Θεό στούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς (Προτρεπτ. Ἱ, ΒΕΠΕΣ 7,52)!

     Ἀργότερα, μέ τό ἔπος καί τήν σπουδή τῶν κλασικῶν ὁ Βυζαντινός ἀναλαμβάνει τήν ἑλληνική του καταγωγή, χωρίς νά αἰσθάνεται πώς κάτι τέτοιο βλάπτει τήν Χριστιανικότητά του, συνδυάζοντας φιλοσοφία καί θεολογία καί ἀνακηρύσσοντας θαρραλέα τους σοφούς της ἀρχαιότητας χριστιανούς πρό τοῦ γράμματος!

     Συναρμόζοντας τούς ἀρχαίους μέ τούς μέσους αἰῶνες στήν ψυχή τους, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀπεργάζονται δυναμικά τήν ἱστορική του ἔθνους συνέχεια, τό σέ ὅραμά τους θά ζωντανέψει στούς νάρθηκες τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπου ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καί οἱ ἄλλοι μεγάλοι του προχριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ θά ἱστορηθοῦν μέ ἀμφίεση προφητῶν.

     Ὁ νεώτερος ἑλληνισμός, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ βυζαντινός πού τόν γέννησε δέν συνιστοῦν παράλληλα ἤ προδρομικά φαινόμενα τῶν νεοτέρων χρόνων τῆς Εὐρώπης, ἀλλά συνιστοῦν, καί ἐδῶ ἔγκειται ἡ ἐθνική μας ἰδιορρυθμία, ἀνάπλαση καί μεταστοιχείωση ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ λαοῦ, ἀπό ἐσωτερική περίσσια καί ὄχι ἀπό ἐξάντληση.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ-Η ΑΠΕΙΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

https://www.egolpion.com/sofoi_ellada.el.aspx