«Τό ἔβλεπα, ἀλλά ἐγω δέν ἔχω τέτοιο δικαίωμα»

2014-08-03 12:44

            Ἐπάνω στόν ἅγιο Δίσκο τοποθετεῖται «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ Κόσμου» (Ἰωάν. 1:29), ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, στό κέντρο. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τοποθετεῖται ἀριστερά τοῦ Ἀμνοῦ ( ὅπως βλέπουμε τόν ἅγιο Δίσκο). Οἱ μερίδες τῶν ἐννέα ταγμάτων τῶν ἁγίων τοποθετοῦνται δεξιά τοῦ Ἀμνοῦ (ὅπως βλέπουμε τόν ἅγιο Δίσκο). Ἐν συνεχείᾳ μπροστά ἀπό τόν Ἀμνό, πρῶτα ἡ μερίδα τοῦ ἐπισκόπου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί ἀκολουθοῦν οἱ μερίδες τῶν μνημονευομένων ζώντων καί κεκοιμημένων. Κάτι σχετικό μαρτυρεῖ ἡ παρακάτω πολύ διδακτική ἱστορία.

            Σ᾿ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνας εὐλαβάστατος ἱερεύς· (τό γεγονός μοῦ διηγήθηκε ὁ μακαριστός Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος γιά πολλά χρόνια ἦταν καί Ἡ γούμενος τῆς Ἱεράς Μονῆς Διονυσίου στό Ἅγιον Ὄρος). Ὀλιγογράμματος ἦταν ὁ ἱερεύς, ἀλλά κληρικός δυνατῆς πίστεως, μεγάλης ἀρετῆς καί πολλῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Παρέμενε στήν Προσκομιδή ὄρθιος γιά πολλές ὧρες, παρ᾿ ὅλο πού εἶχαν ἀνοίξει οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν του καί ἔτρεχαν.

            Πολλές φορές φαίνονταν τά αἵματα, πού ἔτρεχαν κάτω στό ἔδαφος ἀπό τήν ὀρθοστασία γιά τήν μνημόνευσι τῶν πολλῶν ὀνομάτων. Μέχρι τελευταίας στιγμῆς ἄνθρωπος θυσίας· καί μάλιστα ἐκοιμήθη ἀμέσως μετά ἀπό Θεία Λειτουργία.

            Ὅπως ἦταν ὀλιγογράμματος, ἀπό κάποια παρανόησι τρόπον τινά, δέν τοποθετοῦσε κανονικά τίς μερίδες στόν Ἅγιο Δίσκο.

            Ὅταν τοποθετοῦμε τή μερίδα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πάνω στόν Ἅγιο Δίσκο, λέμε: «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν Σου...» Ὁ γέροντας ἱερεύς νόμιζε ὅτι, ἀφοῦ λέγει «ἐκ δεξιῶν Σου», πρέπει νά τοποθετῆται ἡ μεριδά τῆς Παναγίας δεξιά τοῦ Ἀμνοῦ (ὅπως κοίταζε τόν Ἅγιο Δισκο)· δηλαδή τοποθετοῦσε ἀνάποδα τίς μερίδες.

            Κάποτε ἐπισκέφθηκε τήν Ἱερά Μονή ἕνας ἀρχιερεύς, γιά νά χειροτονήση ἕναν διάκονο.

            Στούς Αἴνους μπαίνει ὁ ἀρχιερεύς στό Ἱερό Βῆμα, ντύνεται καί ἐν συνεχείᾳ πηγαίνει στήν Προσκομιδή, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη ἐτοιμασθῆ μέχρι κάποιου ὁρισμένου σημείου, καί ἀπό ἐκεῖ καί ὑστερα συνεχίζει ὁ ἀρχιερεύς πρῶτος τίς μνημονεύσεις, αὐτός καί μόνον αὐτός.

            Πρόσεξε, λοιπόν, ὁ ἀρχιερεύς ἐκεῖνος ὄτι τίς μερίδες τίς εἶχε τοποθετήσει ἀνάποδα ὁ ἱερεύς.

-Δέν τίς ἔβαλες καλά, πάτερ μου, τίς μερίδες, τοῦ εἶπε.
Γιά ἔλα ἐδῶ, πάτερ. Ἡ Παναγία μπαίνει ἀπό ᾿ δῶ καί τά Τάγματα μπαίνουν ἀπό ᾿ κεῖ. Δέν σοῦ τό εἶπε κανένας, δέν σέ εἶδε κανένας πῶς κάνεις τήν Προσκομιδή;

            -Ναί, Σεβασμιώτατε, ἀπάντησε ὁ γέροντας Ἱερεύς. Κάθε μέρα, πού λειτουργῶ (διότι δέν ὑπῆρξε ἡμέρα, πού νά μή λειτουργήση), μέ βλέπει ὁ Ἄγγελος διάκονός μου, ἀλλά δέν μοῦ εἶπε τίποτα. Συγγνώμη, πού σάν ἀγράμματος πού εἶμαι, ἔκανα τέτοιο λάθος· θά προσέχω ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς.

            -Ποιός; ποιός εἶπες ὅτι σέ ὑπηρετεῖ ἐδῶ; ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος. Δέν σέ ὑπηρετεῖ μοναχός;

            -Ὄχι, εἶπε ὁ ἱερεύς, Ἄγγελος Κυρίου.

            Βουβάθηκε ὁ ἐπίσκοπος, τί νά πῆ;! Ἔμεινε κατάπληκτος καί βέβαια κατάλαβε ὅτι μπροστά του εἶχε ἕναν ἁγιασμένο κληρικό.

            Τό μεσημέρι, μετά τήν τράπεζα, ὁ ἐπίσκοπος ἀποχαιρέτησε τόν Ἡγούμενο καί τούς ὑπολοίπους μοναχούς καί ἀνεχώρησε.

            Τήν ἄλλη ἡμέρα, νύχτα ἀκόμη, ὅταν πῆγε ὅπως πάντα ὁ γέροντας Ἱερεύς στό ἅγιο Βῆμα, γιά νά κάνη τήν Προσκομιδή, κατέβηκε κι ὁ Ἄγγελος Κυρίου. Ἐνῶ προσκομοῦσε, παρετήρησε ὁ Ἄγγελος πώς ὁ ἱερεύς ἔβαλε σωστά τίς μερίδες.

            -Ὡραῖα, τοῦ εἶπε, πάτερ! Τώρα τά ἔβαλες σωστά!

            -Ναί, ἐσύ ἤξερες τό λάθος μου, πού ἔκανα τόσα χρόνια! Καί γιατί δέν μοῦ τό ἔλεγες, γιατί δέν μέ διόρθωσες; ρώτησε.

            -Τό ἔβλεπα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω τέτοιο δικαίωμα. Δέν εἶμαι ἄξιος νά διορθώνω ἱερέα. Ἐγώ, συνέχισε ὁ Ἄγγελος, ἔχω ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά διακονῶ καί νά ὑπηρετῶ τόν ἱερέα. Μόνο ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τέτοιο δικαίωμα!

            Κι ἐμεῖς παίρνουμε τούς ἱερεῖς στό στόμα μας ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ τούς κατακρίνουμε, τούς κατηγοροῦμε, τούς κουτσομπολεύουμε καί γιά χίλια δυό ἄλλα πράγματα ἀσχολούμεθα μ᾿ αὐτούς. Προσοχή, λοιπόν, πῶς θά ὁμιλοῦμε ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς γιά τόν ὁποιονδήποτε κληρικό.

            Κέντρο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι τό μεγάλο, τό ἀνυπέρβλητο, τό ὑπερακατάληπτο γεγονός τῆς Μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί πρέπει νά τό δεχώμεθα αὐτό μέσα σέ σιωπή. Νά σιγοῦν, ἄν εἶναι δυνατόν γιά λίγο οἱ ἱεροψάλτες, οὕτως ὥστε ὅλο τό γεγονός νά τό παίρνουμε μέσα μας, μέσα ἀπό αὐτήν τήν ὁμιλοῦσα σιωπή. Διότι ἡ σιωπή αὐτή, κατά τή Μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ὁμιλεῖ περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο μέσα στίς καρδιές μας.

        
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου, «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ».