Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ
Οἱ γυναῖκες οἱ ὁποῖες παραβρέθηκαν κατὰ τὴν ἑσπέρα τῆς Παρασκευῆς, στὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Σωτήρα, δηλαδὴ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ὑπόλοιπες, ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ Γολγοθὰ στὴν πόλη, ἑτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὴν ἑπομένη μέρα ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε δραστηριότητα λόγω τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Κατὰ τὸ βαθὺ ὄρθρο, ὅμως, τῆς Κυριακῆς, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς «πρώτη Σαββάτου» καὶ «μία Σαββάτων», δηλαδὴ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος, μετὰ ἀπὸ τριάντα ἔξι σχεδὸν ὧρες ἀπὸ τὴ νέκρωση τοῦ ζωοδότη Λυτρωτῆ, ἔρχονται μὲ
νεκρώσιμα ἀρώματα στὸν τάφο. Καὶ ἐνῶ σκέπτονταν τὴ δυσκολία τῆς ἀποκυλίσεως τοῦ λίθου ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου γίνεται σεισμὸς φοβερός, καὶ Ἄγγελος μὲ ἀστραπηφόρα ὄψη καὶ χιονοφώτη στολή, ἀφοῦ ἀποκύλισε τὸ λίθο καὶ κάθισε πάνω σὲ αὐτόν, ἔκανε τοὺς φύλακες νὰ τρομάξουν καὶ τοὺς ἔτρεψε σὲ φυγή. Οἱ γυναῖκες, στὸ μεταξύ, ἀφοῦ μπῆκαν στὸν τάφο καὶ δὲ βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, βλέπουν δύο Ἀγγέλους λευκοφορεμένους, μὲ ἀντρικὴ μορφή, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τοὺς φανέρωσαν τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα, στέλνουν γιὰ νὰ ἀπαγγείλουν τρέχοντας γρήγορα, στοὺς μαθητὲς τὶς χαρούμενες εἰδήσεις. Σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα φθάνουν καὶ ὁ Πέτρος μὲ τὸν Ἰωάννη, ἀφοῦ ἔμαθαν τί ἔγινε ἀπὸ τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ὅπως ἤδη εἰπώθηκε, καὶ μπαίνουν
στὸν τάφο, βρίσκουν μόνο τὰ σάβανα. Γι' αὐτὸ ἀνέρχονται ὅλοι στὴν πόλη μὲ χαρά, κήρυκες τῆς ἀνήκουστης ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ εἶδαν πραγματικὰ ζωντανὸ πέντε φορὲς κατὰ τὴν σημερινὴ ἑορτή.
Αὐτὴν τὴ χαρμόσυνο Ἀνάσταση γιορτάζοντας σήμερα ἀσπαζόμαστε μεταξὺ μας τὸν ἐν Χριστῷ ἀσπασμό, δείχνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴ διακοπὴ τῆς πρώτης ἔχθρας ἀνάμεσα σὲ ἐμᾶς καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴ διαλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς γιὰ ἄλλη μία φορά, διαλλαγὴ ποὺ ἔγινε φανερὴ μὲ τὸ πάθος τοῦ Σωτήρα. Καὶ ἡ ἑορτὴ ὀνομάζεται Πάσχα, ἔχοντας ἔτσι ἴδιο ὄνομα μὲ τὸ Πάσχα τῶν Ἑβραίων, τὸ ὁποῖο, στὴ γλώσσα τοὺς σημαίνει «διάβαση», διότι ὁ παθῶν καὶ ἀναστᾶς Ἰησοῦς μᾶς διαβίβασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Ἀδὰμ καὶ δουλεία τοῦ διαβόλου στὴν ἀρχαία ἐλευθερία καὶ μακαριότητα. Καὶ αὐτὴ ἡ μέρα τῆς ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες, ἐπειδὴ ἀφιερώθηκε στὴν τιμὴ τοῦ Κυρίου ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸ ὄνομά Του Κυριακή, καὶ σ' αὐτὴ μετατέθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἡ ἀργία καὶ ἡ ἀνάπαυση τῆς ἑορτῆς τοῦ Σαββάτου τοῦ παλαιοῦ νόμου.
Τροπάριον. Ἦχος πλ. α'.
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.